πολύγνωτος

πολύγνωτος
Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας. Από τις φιλολογικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι ο Π. έζησε στην Αθήνα, όπου ζωγράφισε την Αρπαγή των Λευκιππίδωνστον ναό των Διοσκούρων και, ίσως, μια αμαζονομαχία στο Θησείο· στην Ποικίλη Στοά υπήρχε μια δική τουΙλίου Πέρσις. Ο Παυσανίας αναφέρει πίνακές του στην Πινακοθήκη των Προπυλαίων της Ακρόπολης με τον Οδυσσέα και το Φιλοκτήτη, την αρπαγή του Παλλαδίου, τον Ορέστη και τον Αίγισθο, τη θυσία της Πολυξένης, τον Αχιλλέα στη Σκύρο και Ναυσικά. Ο Π. εργάστηκε και έξω από την Αθήνα. Στις Πλαταιές, στο ιερό της Αρείας Αθηνάς, ζωγράφισε το φόνο των Μνηστήρων από τον Οδυσσέα, και τους Επτά επί Θήβας· και στους Δελφούς, στη Λέσχη των Κνιδίων, μια Ιλίου Πέρσιν και μια Νέκυια. Σ’ αυτούς τους μεγάλους πίνακες, ο Π. δεν παράθεσε σκηνές σαν σε ζωφόρο, όπως έκαναν οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες, αλλά προσπάθησε να ενώσει με την προοπτική τις μορφές σε μια ενιαία σκηνή, διατάσσοντάς τες στο πεδίο επάνω σε γραμμές που δήλωναν συμβατικά τα διάφορα επίπεδα και τις ανωμαλίες του εδάφους. Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχε σμίκρυνση των διαστάσεων των μορφών, που εικονίζονταν ψηλότερα και που υποτίθεται ότι βρίσκονταν μακρύτερα, και το βάθος πρέπει να ήταν ουδέτερου χρώματος, εκτός από μερικές ενδείξεις του τοπίου. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Π. χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερα χρώματα (άσπρο, μαύρο, κόκκινο, κίτρινο). Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Π. ζωγράφισε πρώτος γυναίκες με διαφανή ενδύματα και ποίκιλλε την έκφραση των προσώπων, απεικονίζοντάς τα με στόματα μισόκλειστα, για να απαλύνει τη στερεότυπη αρχαϊκή ακαμψία των προσώπων. Κατά τον Αριστοτέλη, ο Π. ζωγράφιζε τους ανθρώπους ωραιότερους και γεμάτους ήθος. Πράγματι, φαίνεται ότι ο Π. φρόντιζε να αποδίδει το χαρακτήρα και τη διάθεση των προσώπων. Επιδράσεις της πολυγνώτειας τεχνικής διακρίνονται σε αγγειογραφίες της εποχής (κρατήρας του ζωγράφου των Νιοβιδών, αγγεία του ζωγράφου του Ορβιέτο). 2. Αττικός αγγειογράφος του τρίτου τετάρτου του 5ου αι. π.Χ. Σώζονται τέσσερα αγγεία με την υπογραφή του και τού έχουν αποδοθεί άλλα 60 περίπου. Διακοσμούσε συνήθως μεγάλα αγγεία και είχε προτίμηση για τα θέματα κενταυρομαχίας και αμαζονομαχίας και τους ομηρικούς μύθους. Το έργο του είναι πολύ επηρεασμένο από την τέχνη του Φειδία. Παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με το ζωγράφο του Αχιλλέα, αλλά με ύφος μάλλον ψυχρό.
* * *
και πολύγνωστος, -ον, Α
αυτός που είναι γνωστός σε πολλούς, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γνωτός / γνωστός (παρλλ. τ. τού ρηματ. επιθ. του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνωτος / ά-γνωστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πολύγνωτος — wellknown masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγνωτος — wellknown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαγής, Πολύγνωτος — (Θάσος 1894 – 1967). Γλύπτης. Το 1910 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο ινστιτούτο Κούπερ Γιούνιον. Με την πρώτη του έκθεση το 1921 στη Νέα Υόρκη, επιβλήθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωτον — πολύγνωτος wellknown masc/fem acc sg πολύγνωτος wellknown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυγνώτοις — Πολύγνωτος wellknown masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώτοις — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυγνώτου — Πολύγνωτος wellknown masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώτου — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυγνώτῳ — Πολύγνωτος wellknown masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώτῳ — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”